- ὄνυχες
- ὄνυξtalonsmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… … Dictionary of Greek
ногъть — НОГЪТ|Ь (39), Е с. 1.Ноготь: съ ѿходъмь бо нечистаго. сънидоша вънезапѹ и рѹчьныѥ и ножьни ногъти стражѹщии. и на земли падоша (ὄνυχες) ЖФСт XII, 147 об.; и сън˫а бьрнъ клобѹкъ съ кн˫азѧ. видѣ нъгъть ст҃го и сън˫а съ главы. СкБГ ХII, 21а; и видѣ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Achlys — (altgriechisch Ἀχλύς) ist in der griechischen Mythologie die Personifikation der nächtlichen Dunkelheit und der tiefen Trauer. Während Achlys bei Homer noch als unpersönlicher Zustand erscheint, wird sie in Hesiods Aspis als Personifikation… … Deutsch Wikipedia
SARDONYX — lapis apud Veteres magni nomins, de cuius vocis etymo diximus supra, in voce Sarda. Iosepho primus fuit e XII. iilis lapidibus, qui Aaronis τὴν ἐςςην´ην distinguebant; ut Senioribus Sardius. Eidem Sardonyches fuêre duo lapides soham, in Humerali… … Hofmann J. Lexicon universale
άγκυρα — Προσάρτημα πλοίου και κάθε πλωτού μέσου, με δύο βραχίονες που καταλήγουν σε πτερύγια. Δένεται στη μια άκρη αλυσίδας ή σχοινιού και πιάνει στον βυθό, όπου αφήνεται να πέσει, συγκρατώντας έτσι το πλωτό μέσο, στο οποίο προσδένεται η άλλη άκρη της… … Dictionary of Greek
άστυπος — η, ο φρ. «άστυπη άγκυρα» αυτή που δεν έχει στύπο, δηλαδή βραχίονα τοποθετημένο κάθετα στο επίπεδο που σχηματίζουν ο κορμός και οι όνυχες … Dictionary of Greek
αμφίστομος — η, ο (Α ἀμφίστομος, ον) αυτός που έχει δύο στόμια μσν. (για μαχαίρι ή σπαθί) δίστομος, δίκοπος αρχ. 1. (ως στρατ. όρος) λέγεται για παράταξη στρατιωτών με μέτωπο εμπρός και πίσω 2. (ειδ. χρ.) «ἕκτορες ἀμφίστομοι», άγκυρες με δύο όνυχες «θυρίδες… … Dictionary of Greek
κερκέτης — ο (Α κερκέτης) νεοελλ. ναυτ.) είδος μικρής άστυπης άγκυρας με τρεις όνυχες που χρησιμοποιείται συνήθως σε λέμβους, για αγκυροβολία ή και για ανάσυρση αντικειμένων από τον βυθό αρχ. 1. βάρος που κρεμούσαν στην προσήνεμη πλευρά τού πλοίου, όταν… … Dictionary of Greek
περιτείνω — ΜΑ [τείνω] 1. τεντώνω και απλώνω κάτι ολόγυρα ή πάνω σε κάτι 2. παθ. περιτείνομαι α) τεντώνομαι, εκτείνομαι πολύ β) (για νερό) εξαπλώνομαι («τοῡ ὕδατος περὶ την γῆν περιτεταμένου», Αριστοτ.) γ) καλύπτομαι ολόγυρα από κάτι που είναι τεντωμένο… … Dictionary of Greek
προσφυής — ές, ΝΜΑ [προσφύω] 1. ο φύσει συνενωμένος, δηλ. προσαρμοσμένος, σε κάτι («ὄνυχες προσφυεῑς τῇ σαρκί», Αδάμ.) 2. αρμόδιος, κατάλληλος, πρόσφορος («τοῑς πράγμασι προσφυὴς λέξις», Διον. Αλ.) αρχ. 1. προσκολλημένος σε κάτι 2. αχώριστος από κάποιον 3.… … Dictionary of Greek